εκφυλισμός

εκφυλισμός
ο
1. μπαστάρδεμα.
2. διαφθορά, εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση: Υπάρχει εκφυλισμός στον υπόκοσμο.
3. ελάττωση της έντασης ενός κακού (αρρώστιας κτλ.): Εκφυλισμός της επανάστασης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκφυλισμός — Η διαφθορά· η ελάττωση της έντασης, η κάμψη. (Βιολ.) Μορφολογικά, ε. είναι η διαδικασία της εξαφάνισης των κυττάρων ή των οργάνων, όπως για παράδειγμα η εξαφάνιση της ουράς του γυρίνου, όταν μεταμορφώνεται σε βάτραχο. Μικροβιολογικά, ε. είναι η… …   Dictionary of Greek

  • ακολασία — η (Α ἀκολασία) ροπή σε ασελγείς και ανήθικες πράξεις, εκφυλισμός, φιληδονία, ηδυπάθεια (αντίθ. τού εγκράτεια) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόλασις < κολάζω] …   Dictionary of Greek

  • εκφαυλισμός — ο (AM ἐκφαυλισμός) νεοελλ. διαφθορά, εκφυλισμός, εξευτελισμός, εξαχρείωση αρχ. περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • εκφυλότητα — η η ιδιότητα, ροπή ή διάθεση τού έκφυλου, ο εκφυλισμός …   Dictionary of Greek

  • εκφύλιση — η 1. εκφυλισμός 2. ιατρ. κυτταρική αλλοίωση που προκαλεί καταστροφή τού κυτταροπλάσματος και τού πυρήνα 3. το σύνολο τών σωματικών και ψυχικών αλλοιώσεων που παρουσιάζει ένα άτομο κληρονομικά ή επίκτητα (έπειτα από μια πάθηση) …   Dictionary of Greek

  • εξευγενισμός — Διαδικασία κατεργασίας ή επεξεργασίας μη τελικών προϊόντων, με σκοπό τη βελτίωση των χαρακτηριστικών τους. Από τις πιο συνηθισμένες διαδικασίες ε. είναι οι ακόλουθες: Ο ε. των ορυκτών ελαίων, που επιτυγχάνεται με διαδοχικές χημικές επεξεργασίες… …   Dictionary of Greek

  • ευγονική — Κλάδος της βιολογίας, ο οποίος μελετά την κληρονομικότητα, τις μεθόδους βελτίωσης των γενετικών χαρακτηριστικών, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να παρεμποδιστεί η μετάδοση κληρονομικών νόσων στις μελλοντικές γενεές. Σκοπός της… …   Dictionary of Greek

  • κάθεσις — κάθεσις, ἡ (Α) [καθίημι] 1. φορά προς τα κάτω, κάθοδος, κατάβαση («κατάβασις νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους», Επίκ.) 2. άφεση προς τα κάτω, κατέβασμα, πτώση («κάθεσις τῆς κόμης», Διογ. Λαέρ.) 3. παρουσίαση δράματος στη σκηνή, διδασκαλία δράματος 4.… …   Dictionary of Greek

  • μπαστάρδεμα — το [μπασταρδεύω] 1. νοθεία 2. εκφυλισμός …   Dictionary of Greek

  • πρόπτωση — η / πρόπτωσις ώσεως, ΝΑ [προπίπτω] 1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω 2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου τού σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας τής χαλάρωσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”